-
1 προκελευσματικός
A proceleusmatic, a foot consisting of four short syllables, Heph.3.3 (- κελευμ- cod. Ambr.); π. ἁπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), διπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), Aristid. Quint.1.15: - κόν (with or without μέτρον), τό, Heph.8.1, D.L.6.79;π. ῥυθμοί D.H.7.72
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκελευσματικός
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский